υπόρρινος

υπόρρινος
-η, -ο / ὑπόρρινος, -ον, ΝΑ
1. υπορρινικός
2. κάπως έρρινος
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπόρρινα
α) οι τρίχες τού μουστακιού
β) συνεκδ. το μουστάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. ἐπί-ρρινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόρρινον — ὑπόρρινος under the nose masc/fem acc sg ὑπόρρινος under the nose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόρρινα — ὑπόρρινος under the nose neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπορρινικός — ή, ό, Ν [υπόρρινος] ανατ. υπόρρινος …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • υπορρίνιο — το / ὑπορρίνιον, ΝΜΑ [ὑπόρρινος] 1. ανθρωπολ. το κάτω από την μύτη μέρος τού προσώπου 2. συνεκδ. μουστάκι 3. φρ. «υπορρίνιο σημείο» ανθρωπολ. ονομασία ανθρωπομετρικού σημείου που βρίσκεται στη μέση γραμμή, εκεί όπου, στον ζωντανό άνθρωπο, το… …   Dictionary of Greek

  • υπόρινος — ον, Α βλ. υπόρρινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”